- αγαντάρω
- 1. πιάνομαι γερά από κάτι2. συλλαμβάνω3. βοηθώ, ενισχύω κάτι4. υπομένω, αντέχω5. (προστ.) αγάνταα) πιάσε, κράτησε, στήριξεβ) άντεχε, υπόμενε, βάσταγ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω).ΠΑΡ. το ουσ. αγάντα από την προστακτ. αγάντα < ιταλ. agguanta (= κράτησε, άντεχε, βάστα)].
Dictionary of Greek. 2013.